ελαιουργία

ελαιουργία
η (AM ἐλαιουργία)
η παρασκευή λαδιού από ελιές ή άλλες ύλες
νεοελλ.
1. (γεωπ·) κλάδος τής γεωπονικής που ασχολείται με την επιστημονική παρασκευή τού λαδιού
2. η βιομηχανική κυρίως παρασκευή τού λαδιού με τα διάφορα στάδιά της, όπως π.χ. η διύλιση, ο διαχωρισμός κατά ποιότητες, ο καθορισμός τής οξύτητας κ.λπ.
3. γενικώς η παραγωγή λαδιού από ελαιόκαρπο ή άλλες φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ύλες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελαιουργία — η 1. η βιομηχανική παραγωγή λαδιού (ζούλισμα, διύλιση, διαχωρισμός σε ποιότητες κ.ά.). 2. κλάδος της γεωπονίας που ασχολείται με τα προβλήματα της βιομηχανίας λαδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλαιουργίαν — ἐλαιουργίᾱν , ἐλαιουργία manufacture of oil fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαιουργικός — ή, ό (Α ἐλαιουργικός, ή, όν) αυτό που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιουργία ή στους ελαιουργούς («τα ελαιουργικά μηχανήματα έχουν τώρα τελειοποιηθεί») …   Dictionary of Greek

  • ελαιουργός — ο (AM ἐλαιουργός, θηλ. ἐλαιούργισσα, η) 1. αυτός που εργάζεται για την παρασκευή ελαίου, ο ειδικός στην ελαιουργία, ο ελαιοτρίβης 2. ο ιδιοκτήτης ελαιουργείου …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελμπασάν — (Elbasan). Πόλη (224.974 κάτ. το 2001) της κεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (3.278 τ. χλμ., 366.137 κάτ. το 2001). Βρίσκεται σε μια εύφορη κοιλάδα, στις όχθες του ποταμού Γενούσου, 32 χλμ. ΝΑ των Τιράνων. Είναι χτισμένη στην… …   Dictionary of Greek

  • Καλκούτα — (ινδ. Kolkata, αγγλ. Calcutta). Πόλη (4.580.544 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας και είναι πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Δυτικής Βεγγάλης. Αναπτύχθηκε στην αριστερή όχθη του Xούγκλι, του… …   Dictionary of Greek

  • Κουλίκορο — (Koulikoro). Πόλη (25.000 κάτ. το 2003) του Μάλι, στο ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα (89.833 τ. χλμ., 1.724.000 κάτ.). Είναι μια μικρή πόλη, χτισμένη περίπου 100 χλμ. ΒΑ της πρωτεύουσας, στην αριστερή όχθη του Νίγηρα, στο σημείο όπου αρχίζει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”